- εξωκεανισμός
- ἐξωκεανισμός, ο (Α)το να τοποθετείται κάτι έξω, πιο πέρα και από τον ωκεανό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξωκεανισμόν — ἐξωκεανισμός a placing out in the ocean masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)